- ανανδρία
- η (Α ἀνανδρία και -εία)1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρουςνεοελλ.άνανδρη, δειλή συμπεριφοράαρχ.1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα2. (για γυναίκες) έλλειψη ανδρός, συζύγου, αγαμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνανδρία < ἄνανδρος, ενώ ο τ. ἀνανδρεία < ἀν- στερ. + ἀνδρεία < ἀνδρεῖος].
Dictionary of Greek. 2013.